16-12-1940
Συνεχίζεται το χιόνι. Τα πάντα κάτασπρα. Δεν διακρίνεις τίποτα. Σήμερα το πόδι βουλιάζει ώς το γόνατο. Η μικρή κοιλάδα, τα γύρω βουνά λευκά κατάλευκα, το λευκό δεσπόζει αδιάκοπα. Δεν έμεινε τίποτα ακάλυπτο. Οι χαμοκέλες, τα ρέματα, τα βαθουλώματα, οι κορυφές δεν διακρίνονται πια. Και το κρύο ξυρίζει, ξυρίζει πολύ. Παρατηρώ πως σήμερα το χιόνι είναι αλλοιώτικο. Πυκνό βέβαια, μα πολύ πολύ λεπτό που πολλές φορές αν καλοκυτάζης σου φαίνεται ότι γίνεται είδος ψεκάσματος, πυκνού ψεκάσματος από κάποια θεόρατη μηχανή που είναι στημένη ψηλά στον απροσδιόριστο ουρανό. Και πιάνοντας χάμου αυτή την ουσία νοιώθεις ένα σφιχτό σφιχτό πράμα που συμπιέζεται στα χέρια, είδος μαστιχιού και απομένει στα στερνά συνεχιστή μάζα. Αλλοιώτικο χιόνι σήμερα. Το τι γίνεται με το κρύο δεν λέγεται. Με το ξεμύτισμα δεν μένει αυτί, δεν μένει χέρι, πόδι. Στο κορμί είναι λιγώτερη η αίσθηση. Πρώτα γιατί η κυκλοφορία είναι κανονικώτερη και ύστερα γιατί το κορμί έχει καλυφθή κάπως βαρύτερα. Αχρηστεύονται ολότελα τα άκρα κι’ ένας πόνος τρυπητός αλλοιώτικος σε βασανίζει απελπιστικά. Ούτε γάντια, ούτε απανωτές κάλτσες ωφελούν, τίποτε. Στο δωμάτιο των αξ/κών γίνεται θρήνος. Εγώ παρατηρώ. Έχουν κουβαριαστή οι πάντες. Θέαμα φαιδρόν κάτι μουτσούνες αλλοιώτικες, αναμαλιασμένες μ’ έκφραση φόβου και μοιρολατρικής εγκαρτερήσεως. Τους χαζεύω ώρες καθώς δεν αποκοτούν να ξεχωθούν απ’ τις κουβέρτες και απ’ την στάχτη. Καμμιά φορά που το παίρνει ένα τσουχτερό απαίσιο βορειαδάκι και σου ρίχνει το χιόνι τιναχτό δυνατά πάνου στα μούτρα σου, στ’ αυτιά, στο κεφάλι, τότε είναι που το πράμμα γίνεται ολότελα ανυπόφορο. Στους δρόμους, που δεν φαίνονται παρά από τα πατήματα πεζών και υποζυγίων νάχες καιρό να βλέπεις και να παρατηρείς. Οι ουρές των ζώων έχουν γίνει σταλακτίτες. Όμοια και οι χαίτες. Τα παγωμένα νερά κρέμονται σαν κάτι μακρουλά μακρουλά γυαλιά που βλέπεις σε κάτι πολυελαίους εκκλησιών για διακόσμηση. Άσε οι στρατιώτες. Εκεί είναι το δράμα. Μ’ ό,τι βρίσκουν προσπαθούν να φυλάξουν τα ακάλυπτα συνήθως μέρη του σώματος. Αλλού κάλτσες για γάντια, αλλού πετσέτες άσπρες για καλύμματα των κεφαλιών, ό,τι βρεθή.– Χουχουλιασμένοι και σχεδόν άχρηστοι. Δεν είναι υπερβολή. Η αφή έχει καταργηθή ολότελα. Αν ξεφορτωθή ζώο, αδύνατο να φορτωθή. Τσιγάρο να βγάλης από τσέπη ούτε συζήτηση. Στον εφοδιασμό ένα κρητικάκι ανθ/γός, που γνωριστήκαμε, κλαίει την τύχη του. Με την προφορά του την κρητική μου λέει «Παν τα κοπέλια θα χαθούν. Ίντα καιρός που κάνει. Και που δεν είναι συνειθησμένα». Περίμενε κι’ αυτός την αγέλη σφαγίων. Η αγέλη σφαγίων, δηλαδή μπουλούκια πολλά πρόβατα, βόδια, βουβάλια που συνοδεύουν τη Μεραρχία όσο είναι δυνατόν για τις ανάγκες της. Είναι κι’ αυτός ιδιαίτερος σχηματισμός! Μας ακολουθούν απ’ τη Θεσσαλονίκη και προχωρώντας ενισχύεται από επιτάξεις επιτόπιες. Στην Αλβανία δεν υπάρχει είδος παρόμοιο. Σπάνια εδώ εκεί θα ιδής ζώο. Ιδίως άλογο ή γαϊδούρι εγώ δεν είδα ακόμη εδώ ψηλά προς τα βόρεια που προχωρούμε. Ίσως τα αφάνισαν και τα κρύβουν για ευνοήτους λόγους, ίσως έχουν κατέβει στα χειμαδιά.
Η διαταγή λέει στη 12 μ.μ. της 16ης τρέχοντος θα γίνη διανομή κρέατος. Είναι τρεις η ώρα και ούτε υποψία σφαγίων ακόμη. Καθυστέρησαν φαίνεται και φόβος μη δεν βγουν πέρα τα ζώα – 200 τόσα φορτωμένα μ’ αυτή την θεομηνία. Οι αξ/κοί εφοδιασμού αδημονούν, το κρητικάκι ολοφύρεται. Κάπου εκεί στο βουνό, στις γραμμές θα έχη κάνει καμμιά πρόχειρη παραγκούλα και θα υπάρχη φωτιά. Ενώ εδώ ύπαιθρο στ’ απλωμένο σάβανο του χιονιού και με το συνεχές πασπάλημα του νέου που πέφτει πιρπιριστά και αδιάκοπα. Άστα. Και σκεπάζει όλους κι’ όπου πέφτει και κολλάει παγώνει αμέσως και ξεμένει απάνω σου. Εκεί όμως! Πρέπει τα παιδιά να φαν κρέας.
Η α' έκδοση του βιβλίου |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου