Σελίδες

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι...Πολεμώντας στην Αλβανία (Ημερολόγιο καθημερινότητας του Ελληνοϊταλικού πολέμου)

16-12-1940

Συνεχίζεται το χιόνι. Τα πάντα κάτασπρα. Δεν διακρίνεις τίποτα. Σήμερα το πόδι βουλιάζει ώς το γόνατο. Η μικρή κοιλάδα, τα γύρω βουνά λευκά κατάλευκα, το λευκό δεσπόζει αδιάκοπα. Δεν έμεινε τίποτα ακάλυπτο. Οι χαμοκέλες, τα ρέματα, τα βαθουλώματα, οι κορυφές δεν διακρίνονται πια. Και το κρύο ξυρίζει, ξυρίζει πολύ. Παρατηρώ πως σήμερα το χιόνι είναι αλλοιώτικο. Πυκνό βέβαια, μα πολύ πολύ λεπτό που πολλές φορές αν καλοκυτάζης σου φαίνεται ότι γίνεται είδος ψεκάσματος, πυκνού ψεκάσματος από κάποια θεόρατη μηχανή που είναι στημένη ψηλά στον απροσδιόριστο ουρανό. Και πιάνοντας χάμου αυτή την ουσία νοιώθεις ένα σφιχτό σφιχτό πράμα που συμπιέζεται στα χέρια, είδος μαστιχιού και απομένει στα στερνά συνεχιστή μάζα. Αλλοιώτικο χιόνι σήμερα. Το τι γίνεται με το κρύο δεν λέγεται. Με το ξεμύτισμα δεν μένει αυτί, δεν μένει χέρι, πόδι. Στο κορμί είναι λιγώτερη η αίσθηση. Πρώτα γιατί η κυκλοφορία είναι κανονικώτερη και ύστερα γιατί το κορμί έχει καλυφθή κάπως βαρύτερα. Αχρηστεύονται ολότελα τα άκρα κι’ ένας πόνος τρυπητός αλλοιώτικος σε βασανίζει απελπιστικά. Ούτε γάντια, ούτε απανωτές κάλτσες ωφελούν, τίποτε. Στο δωμάτιο των αξ/κών γίνεται θρήνος. Εγώ παρατηρώ. Έχουν κουβαριαστή οι πάντες. Θέαμα φαιδρόν κάτι μουτσούνες αλλοιώτικες, αναμαλιασμένες μ’ έκφραση φόβου και μοιρολατρικής εγκαρτερήσεως. Τους χαζεύω ώρες καθώς δεν αποκοτούν να ξεχωθούν απ’ τις κουβέρτες και απ’ την στάχτη. Καμμιά φορά που το παίρνει ένα τσουχτερό απαίσιο βορειαδάκι και σου ρίχνει το χιόνι τιναχτό δυνατά πάνου στα μούτρα σου, στ’ αυτιά, στο κεφάλι, τότε είναι που το πράμμα γίνεται ολότελα ανυπόφορο. Στους δρόμους, που δεν φαίνονται παρά από τα πατήματα πεζών και υποζυγίων νάχες καιρό να βλέπεις και να παρατηρείς. Οι ουρές των ζώων έχουν γίνει σταλακτίτες. Όμοια και οι χαίτες. Τα παγωμένα νερά κρέμονται σαν κάτι μακρουλά μακρουλά γυαλιά που βλέπεις σε κάτι πολυελαίους εκκλησιών για διακόσμηση. Άσε οι στρατιώτες. Εκεί είναι το δράμα. Μ’ ό,τι βρίσκουν προσπαθούν να φυλάξουν τα ακάλυπτα συνήθως μέρη του σώματος. Αλλού κάλτσες για γάντια, αλλού πετσέτες άσπρες για καλύμματα των κεφαλιών, ό,τι βρεθή.– Χουχουλιασμένοι και σχεδόν άχρηστοι. Δεν είναι υπερβολή. Η αφή έχει καταργηθή ολότελα. Αν ξεφορτωθή ζώο, αδύνατο να φορτωθή. Τσιγάρο να βγάλης από τσέπη ούτε συζήτηση. Στον εφοδιασμό ένα κρητικάκι ανθ/γός, που γνωριστήκαμε, κλαίει την τύχη του. Με την προφορά του την κρητική μου λέει «Παν τα κοπέλια θα χαθούν. Ίντα καιρός που κάνει. Και που δεν είναι συνειθησμένα». Περίμενε κι’ αυτός την αγέλη σφαγίων. Η αγέλη σφαγίων, δηλαδή μπουλούκια πολλά πρόβατα, βόδια, βουβάλια που συνοδεύουν τη Μεραρχία όσο είναι δυνατόν για τις ανάγκες της. Είναι κι’ αυτός ιδιαίτερος σχηματισμός! Μας ακολουθούν απ’ τη Θεσσαλονίκη και προχωρώντας ενισχύεται από επιτάξεις επιτόπιες. Στην Αλβανία δεν υπάρχει είδος παρόμοιο. Σπάνια εδώ εκεί θα ιδής ζώο. Ιδίως άλογο ή γαϊδούρι εγώ δεν είδα ακόμη εδώ ψηλά προς τα βόρεια που προχωρούμε. Ίσως τα αφάνισαν και τα κρύβουν για ευνοήτους λόγους, ίσως έχουν κατέβει στα χειμαδιά.
Η διαταγή λέει στη 12 μ.μ. της 16ης τρέχοντος θα γίνη διανομή κρέατος. Είναι τρεις η ώρα και ούτε υποψία σφαγίων ακόμη. Καθυστέρησαν φαίνεται και φόβος μη δεν βγουν πέρα τα ζώα – 200 τόσα φορτωμένα μ’ αυτή την θεομηνία. Οι αξ/κοί εφοδιασμού αδημονούν, το κρητικάκι ολοφύρεται. Κάπου εκεί στο βουνό, στις γραμμές θα έχη κάνει καμμιά πρόχειρη παραγκούλα και θα υπάρχη φωτιά. Ενώ εδώ ύπαιθρο στ’ απλωμένο σάβανο του χιονιού και με το συνεχές πασπάλημα του νέου που πέφτει πιρπιριστά και αδιάκοπα. Άστα. Και σκεπάζει όλους κι’ όπου πέφτει και κολλάει παγώνει αμέσως και ξεμένει απάνω σου. Εκεί όμως! Πρέπει τα παιδιά να φαν κρέας.
Η α' έκδοση του βιβλίου


Στάθης Γκοτσίνας, Από χιόνι...Πολεμώντας στην Αλβανία, εκδ. ΑΣΚΙ/ΑΥΓΗ, Αθήνα 2014, σελ. 51-52 (απόσπασμα) [Η α' έκδοση του βιβλίου έγινε από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα]

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Πέτρος Θεοδωρίδης, Έρωτας και Χρόνος

πηγή-φωτό: tvxs
Ποιος είναι ο χρόνος του Έρωτα; Για το φιλόσοφο του μεσοπολέμου Δημήτρη Καπετανάκη ο χρόνος του έρωτα δεν μπορεί να είναι παρά η αιωνιότητα: «ο έρως σαν ορμή προς το απόλυτο, είναι και ορμή προς το αιώνιο. Αιώνια πρέπει να συνδεθούμε με τον ερώμενο, κι αυτό πρέπει να γίνει στην πραγματικότητα, μέσα στον χρόνο της ύπαρξής μας[…] Θέλομε να έχουμε δικό μας αιώνια τον άλλο, γι’ αυτό θέλουμε και τον εαυτό μας αιώνιο».


Η εποχή μας -η νεωτερική και υστερονεωτερική εποχή- είναι βαθιά σημαδεμένη από την ιδέα -ή την ιδεοληψία- του έρωτα ως μιας αφήγησης που καλείται να δώσει νόημα στη ζωή του καθενός μας.

Η ανάδυση της ιδέας του έρωτα συντελέστηκε στην Ευρώπη προς το τέλος του 12ου αιώνα όταν οι τροβαδούροι τραγουδούσαν το απέραντο πάθος τους για μία απρόσιτη αγαπημένη. Σύμφωνα με τον Octavio Paz ο "έρωτας" υπήρξε δημιούργημα μιας ομάδας ποιητών στο πλαίσιο της φεουδαλικής αριστοκρατίας του γαλλικού νότου κατά τον 12ο αιώνα.

Οι Προβηγκιανοί ποιητές χρησιμοποίησαν την έκφραση Fin ‘amors (που σημαίνει έρωτας εξαγνισμένος, εκλεπτυσμένος) και αντιστρέφοντας την παραδοσιακή σχέση των φύλων, ονόμαζαν τις αγαπημένες τους midons (από το meus dominus -κύριέ μου). Ο Fin ‘amors ενείχε χαρακτηριστικά "υπηρεσίας" με τρεις βαθμίδες: «μνηστήρας, ικέτης και δόκιμος». Η "υπηρεσία» άρχιζε με την ενατένιση του σώματος και του προσώπου της αγαπημένης και συνέχιζε, με ένα τελετουργικό μηνυμάτων, ποιημάτων και συναντήσεων. Ο τελικός σκοπός του Fin ‘amors, η ευτυχία, προέκυπτε από την ένωση της ηδονής και της ενατένισης του υλικού και του πνευματικού κόσμου. Ο Octavio Paz αντιμετωπίζει τον ιπποτικό-ρομαντικό έρωτα ως τρόπο ζωής, ως μια τέχνη του ζην και του θνήσκειν ως προνόμιο «αυτών που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει αριστοκρατία της καρδιάς».

Η αντίληψη αυτή του έρωτα ως αφήγησης, απαιτούσε χρόνο και σταθερότητα: ας θυμηθούμε ότι η δεύτερη σημασία του όρου ρομάντζο είναι μυθιστόρημα και ότι τα ερωτικά μυθιστορήματα του 18ου αιώνα ήταν κυρίως επιστολικά. Το γράμμα είναι ο φυσικός χώρος της μυχιότητας, του συναισθήματος και φυσικά η γραφή γραμμάτων συμπύκνωνε τον ερωτισμό της εποχής: ο ερωτισμός της αριστοκρατίας του 18ου αιώνα είναι ένας ερωτισμός της γραφής. Τα γράμματα γεννούν συναισθήματα διαφορετικά από εκείνα που δημιουργούν οι εικόνες και η αμεσότητα της εποχής μας. Η εικόνα, η ερωτική εικόνα (ας πούμε το γυμνό) σε αρπάζει σχεδόν ολοκληρωτικά. Αντίθετα, το γράμμα είναι η μορφή της ηδονής της αναμονής: κατά αρχάς στέλνεται και δεν συναντιέσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον ή την αγαπημένη σου. Όταν φτάσει, δε βλέπεις τις εκφράσεις του προσώπου δεν αντιμετωπίζεις άμεσα τις αντιδράσεις και 3ον και φτάνει... αργά. Όσο αργά έφταναν στην ολοκλήρωση οι τότε ερωτικές σχέσεις. Επιπλέον scripta manent και κάποιος που τότε εξέφραζε τον έρωτά του με την επιστολογραφία ήξερε ενδόμυχα ότι κάθε γράμμα τον δέσμευε για πολύ καιρό. 

Όμως στην εποχή μας η ταχύτητα έχει γίνει εθιστικό ναρκωτικό. Ζούμε σε μια εποχή «όπου το email αντικαθιστά την επιστολογραφία, όπου τα άρθρα στις εφημερίδες γίνονται όλο και μικρότερα, οι εναλλαγές εικόνων στις οθόνες συχνότερες».

Ζούμε στην εποχή της ρευστής νεωτερικότητας και της ρευστής -κατά Ζ. Μπάουμαν- αγάπης όπου η κεντρική μορφή είναι ο άνθρωπος χωρίς μόνιμους, σταθερούς, διαρκείς ανθεκτικούς δεσμούς, που δημιουργεί δεσμούς εξαρχής χαλαρούς, ώστε να μπορούν να λύνονται εύκολα γρήγορα και δίχως πόνο.


Στην εποχή μας αντί να περιγράφουν την εμπειρία και τις προσδοκίες τους με όρους "σχέσης", οι άνθρωποι κάνουν όλο και συχνότερα λόγο για συνδέσεις και για "δίκτυα". Σε ένα δίκτυο η σύνδεση και η αποσύνδεση είναι επιλογές εξίσου νόμιμες: οι συνδέσεις πραγματοποιούνται όποτε το ζητήσει κανείς και μπορούν να διακοπούν κατά βούληση πολύ πριν αρχίσουν να γίνονται ανυπόφορες. Έτσι οι συνδέσεις είναι "εικονικές σχέσεις". Αντίθετα από τις "πραγματικές σχέσεις", στις εικονικές η είσοδος και η έξοδος είναι εύκολη υπόθεση. Τέτοιες "σχέσεις" μοιάζουν έξυπνες, εύκολες στη χρήση και φιλικές προς τον χρήστη. Στις εικονικές σχέσεις "μπορείς πάντα να πατήσεις διαγραφή". Όταν τρέχεις πάνω σε λεπτό πάγο, η σωτηρία σου είναι η ταχύτητα. Όταν η ποιότητα σε απογοητεύει, αναζητάς συνήθως λύτρωση στην ποσότητα. «Η συνεχής κίνηση στις ερωτικές σχέσεις ήταν κάποτε προνόμιο και επίτευγμα, τώρα γίνεται υποχρέωση και η συνεχής επιτάχυνση, μετατρέπεται σε εξαντλητική αγγαρεία».


Δείτε και: 

Maurice Blanchot, Ο τελευταίος άνθρωπος


[...]Όταν τον σκέφτομαι, ξέρω ότι ακόμη δεν τον σκέφτομαι. Αναμονή, εγγύτητα και άποπτον της αναμονής, αύξηση που μας κάνει ελάχιστους, καταφάνεια που θωπεύεται μέσα μας και θωπεύει εκεί μέσα την χίμαιρα.
Όχι απών: περιβαλλόμενος από απουσία, περιβάλλοντας μας με το αίσθημα της απουσίας του. [...]



Maurice Blanchot, Ο τελευταίος άνθρωπος, μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1994, σελ.58.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...